συναλοώ

συναλοώ
-άω, Α
1. αλωνίζω μαζί με άλλον
2. κατασυντρίβω («δαλεῑτο πρόσωπον, μέχρι συνηλοίησε παρήϊα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀλοῶ «αλωνίζω, θρυμματίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”